- νεκροτομείο(ν)
- το морг, анатомический театр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεκροτομείο — το τόπος όπου οι νεκροί εξετάζονται ανατομικά: Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο, για να γίνει η νεκροψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκροτομείο — το 1. χώρος στον οποίο γίνεται ανατομική εξέταση τών πτωμάτων 2. εργαστήριο για την άσκηση τών φοιτητών τής ιατρικής στην ανατομία πάνω σε πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροτόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Θ. Αρεταίο] … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek